Ἔ πόση ὀργὴ τὴν χθόνια καταγωγή του φανερώνει ὅ Πενθέας,
ὅ ἀπόγονος τοῦ δράκοντα, ὅ σπόρος τοῦ γηγενοὺς Ἐχίονα.
Ὄχι ἄνθρωπος θνητός, τέρας αγριωπό,
γίγαντας φονικὸς ποὺ πολεμάει μὲ θεούς.
Σὲ λίγο, ἐμένα, τὴν ὀπαδὸ τοῦ Βρόμιου, μὲ βρόχους θὰ μὲ δέσει,
ἐνῶ ἤδη μέσα στὰ δώματα κρατάει δέσμιο τὸν ἐξάρχοντα τοῦ θιάσου μου.
Ὁρᾷς αὐτά, Διὸς υἱέ, Διόνυσε;
Βλέπεις τῶν προφητῶν σου τοὺς ἀγῶνες ἐνάντια στὴν βία τοῦ κράτους;
Ἐλθέ, κύριε... Ἐλθέ, κύριε... Ἐλθέ, κύριε... Ἐλθέ, κύριε...
Now you bless now you pray for
Now you pray for the new God they sent you
Sons of God will forgive you
And the weapon for new wars will give you
Ἀχελώου θυγάτηρ, πότνια εὐπάρθενε Δίρκη,
ἐσύ κάποτε στὶς πηγές σου δέχθηκες τὸ βρέφος τοῦ Δία,
ὅταν ὁ γενήτωρ Ζεὺς τοῦτο ἐξάρπαξεν ἐκ τοῦ ἀθανάτου πυρὸς
καὶ το 'βαλε στὸν μηρό του ἀναβοώντας:
ἴθι, Διθύραμβε, εἴσελθε εἰς τὸν ἄρρενα κόλπο.
Σὲ ἀποκαλύπτω, Βάκχιε, στὴν Θήβα, μὲ τὸ ὄνομα Διθύραμβος.
Ὅμως ἐσύ, μακάρια Δίρκη,
στεφανηφόρους φέρνοντας στὶς ὄχθες σου θιάσους, μὲ διώχνεις.
Γιατί μέ άρνεῖσαι;
Ἐλθέ, κύριε... Ἐλθέ, κύριε... Ἐλθέ, κύριε... Ἐλθέ, κύριε
Now you bless now you pray for
Now you pray for the new God they sent you
Sons of God will forgive you
And the weapon for new wars will give you
Δία Ἔλα... Δία Ἔλα... Δία Ἔλα... Δία Ἔλα...
Now you bless now you pray for
Now you pray for the new God they sent you
Sons of God will forgive you
And the weapon for new wars will give you
Γίγαντας φονικὸς ποὺ πολεμάει μὲ θεούς.
Σὲ λίγο, ἐμένα, τὴν ὀπαδὸ τοῦ Βρόμιου, μὲ βρόχους θὰ μὲ δέσει,
ἐνῶ ἤδη μέσα στὰ δώματα κρατάει δέσμιο τὸν ἐξάρχοντα τοῦ θιάσου μου.
Ὅρᾷς αὐτά, Διὸς υἱέ, Διόνυσε;
Βλέπεις τῶν προφητών σου τοὺς ἀγῶνες ἐνάντια στὴν βία τοῦ κράτους;
Ἐλθέ, κύριε... Ἐλθέ, κύριε... Ἐλθέ, κύριε... Ἐλθέ, κύριε