Θα 'θελα να 'μουν σαν εσένα,
ιστιοφόρο, με τα πανιά του ανοιγμένα.
Αυτούς που μ' οδηγούν στη καταιγίδα,
σε κάθε αμμουδιά να τους χαρίζω μια πατρίδα.
Θα 'θελα να 'μουν σαν εσένα,
ένα δεντράκι, με τα κλαδιά του απλωμένα.
Να μη λυπάμαι, να μη καταλαβαίνω.
Αυτούς που με πετάνε στη φωτιά να τους ζεσταίνω.
Θα 'θελα να 'μουν σαν εσένα,
ιστιοφόρο, με τα πανιά του ανοιγμένα.
Θα 'θελα να 'μουν σαν εσένα,
έρημος φάρος, πάνω σε βράχια φαγωμένα.
Να 'χει χρόνια να περάσει από μπροστά μου το καράβι,
μα εγώ ν' αναβοσβήνω κάθε βράδυ.
Θα 'θελα να 'μουν σαν εσένα,
περιστεράκι, με τα φτερά του μαδημένα.
Να στέκομαι μετά τις Συμπληγάδες
και να κοιτάζω πώς περνούν του κόσμου οι φυγάδες.
Θα 'θελα να 'μουν σαν εσένα,
ιστιοφόρο, με τα πανιά του ανοιγμένα.