Ήτανε μια φορά μάτια μου και έναν καιρό μια όμορφη κυρά, αρχόντισσα, να σε χαρώ
Μια μικροπαντρεμένη
κόρη ξανθή
τον κύρη της προσμένει
βράδυ πρωί
Ένα Σάββατο βράδυ
καλέ
μια Κυριακή
Τον Ήλιο το Φεγγάρι
καλέ
παρακαλεί
"Ήλιε μου φώτισε τον
Φεγγάρι μου
πάμε και μίλησε του
για χάρη μου"
Γύριζει κ' αρμενίζει
καλέ
στα πέλαγα
τους πειρατές θερίζει
καλέ
και τους χαλά
"Στον Ήλιο στο Φεγγάρι
και στη Βροχή
και μένα με αφήνεις
έρμη (έρημη) και μοναχή"
Γαλέρα ρίχτηκε
μες τον βόρειά
Στη μάχη ρίχτηκε
μάτια μου
στον καυγά.
Μέσα σε 'να συνάφη
πειρατικό
Είδα φωτιά να ανάβει
και φονικό...